- σπόγγους
- σπόγγοςspongemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφίδισκος — Πυριτική βελόνα που το σχήμα της μοιάζει με δύο οδοντωτούς τροχούς ενωμένους με άξονα. Οι βελόνες αυτές φυτρώνουν στο στερεό περίβλημα που χρησιμεύει για την προστασία του αποβλαστήματος και μπορούν να βρεθούν σε σπόγγους των γλυκών νερών και σε… … Dictionary of Greek
OENANTHINO Pallia (De) — De OENANTHINO Pallia apud Lamprid. in Heliogabalo, c. 23. Fertur in Euripis vino plenis navales Circenses exhibuisse, pallia de Oenanthino fudisse et elephantorum quatuor quad rigas in Vaticano agitâsse etc. pallia sunt unguentô oenanthinô… … Hofmann J. Lexicon universale
Αμφίποδα — (amphipoda).Επιστημονική ονομασία αρθρoπόδων μαλακοστράκων που ζουν στις θάλασσες, στις λίμνες, στους ποταμούς, σε αμμώδεις ακτές, σε σπήλαια και σε υγρά μέρη πολλών τροπικών νησιών. Είναι γνωστά περίπου 4.600 είδη. Αφθονούν σε ορισμένες ακτές σε … Dictionary of Greek
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
αλιεύς — ( έως), ο (Α ἁλιεύς) 1. αυτός που αλιεύει ψάρια, σπόγγους, κοράλλια κ.λπ., ο ψαράς 2. αυτός που με ζέση επιζητεί, επιδιώκει, συλλέγει κάτι αρχ. 1. θαλασσινός, ναυτικός, ναύτης 2. ως επίθ. θαλάσσιος, ναυτικός 3. είδος ψαριού, το είδος Lophius… … Dictionary of Greek
αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… … Dictionary of Greek
διπλοβλαστικός — ή, ό (για ατελή πολυκύτταρα: σπόγγους και κοιλεντερωτά) εκείνος τού οποίου όλα τα όργανα προκύπτουν από δύο μόνο εμβρυϊκά φύλλα, από το εξώδερμα και το ενδόδερμα … Dictionary of Greek
εντέταρτο — σχοινί, το ναυτ. σχοινί κατασκευασμένο από τέσσερα συνεστραμμένα έμβολα (= ίνες, σπόγγους) … Dictionary of Greek
ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή … Dictionary of Greek
κνιδόζωα — Φύλο υδρόβιων μεταζώων, σχεδόν αποκλειστικών θαλάσσιων, με ακτινωτή συμμετρία, τα οποία είτε ζουν μόνα τους είτε είναι οργανωμένα σε αποικίες, στην επιφάνεια της θάλασσας ή προσκολλημένα στο έδαφος. Από εξελικτική άποψη, τα κ. βρίσκονται σε… … Dictionary of Greek